Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

"Ο φιλόσοφος" του Τάσου Φάλκου


Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

Είμαι ένας απλός επιχειρηματίας, που οι δουλειές του για την ώρα πάνε αρκετά καλά, παρά τα εξοντωτικά μέτρα που παίρνουν οι τουρκικές κυβερνήσεις, για να εξαναγκάσουν τον ελληνισμό της Πόλης να εκπατριστεί. Πήρα κι εγώ υποχρεωτικά Τούρκο συνεταίρο -δεν έβαλε δραχμή- και λαδώνω συστηματικά τους υπεύθυνους, ώστε να μη τηρούν κατά γράμμα τους εξοντωτικούς νόμους. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί γίνονται συνεχώς πιο απαιτητικοί, ώστε στο τέλος όλοι θα λυγίσουμε. Εγκαταλείπουμε κατά κύματα την Πόλη που μας γέννησε, που από την ίδρυσή της ως και χίλια πεντακόσια χρόνια ήταν ελληνική. Η Ελλάδα μένει απαθής, κι αν κάποιος διαμαρτυρηθεί για τους κατατρεγμούς και τα εγκλήματα, βγαίνουν αμέσως κάποιοι θλιβεροί ραγιάδες και τον αποκαλούν μεγαλοϊδεάτη και σοβινιστή!


Στον λίγο ελεύθερο χρόνο μου ενδιαφέρομαι για τα πνευματικά. Παρακολουθώ το θέατρο, τις μουσικές εκδηλώσεις και τις διαλέξεις και είμαι συνδρομητής σε αρκετές ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά, που εκδίδονται εδώ στην Πόλη. Φιλόσοφος δεν είμαι ούτε λογοτέχνης. Θα ήθελα όμως να καταγράψω μια πρόσφατη διάλεξη που έδωσε ένας φίλος μου φιλόσοφος, διάλεξη που μ’ έφερε σ’ αμηχανία, και που γι’ αυτό την θεώρησα ενδιαφέρουσα.


Ο φίλος μου φιλόσοφος παλιά είχε τούρκικο επώνυμο, αλλά το εξελλήνισε -ο ίδιος λέει πως το επανέφερε στην αρχική μορφή του- και το ’κανε Μαρμαρίδης. Είχε σπουδάσει τη φιλοσοφία στο εξωτερικό, στη γερμανία, αλλά και στη Γαλλία, όπου για ένα διάστημα έκανε και καθηγητής φιλοσοφίας, και απ’ αυτό θαρρώ του έμεινε ο τίτλος του καθηγητή και του φιλόσοφου, γιατί εδώ στην Πόλη δεν υπάρχει φιλοσοφι-κή σχολή, για να διδάξει.


Ως φιλόσοφο, δεν έχω τη δυνατότητα να τον κρίνω, μα μερικές ενέργειές του με φαίνονται παράδοξες. Έγραφε βιβλία για τον Πλάτωνα, ενώ δεν συμφωνούσε με τις βασικές αρχές του, αν υπάρχει ο κόσμος των ιδεών και αν ο Δημιουργός είναι πράγματι αγαθός, όπως υποστήριζε ο Πλάτων. Αφιέρωσε κάποια χρόνια στο να συγκεντρώσει και να εκθέσει τις αντιλήψεις περί ψυχής των αρχαίων Ελλήνων, για ν’ ανατρέψει στο τέλος ή να ειρωνευτεί αυτά που παρουσίασε, μιλώντας για «μυθιστορία της ψυχής»! Όταν τον επισήμανα την παραδοξότητα, απάντησε κάπως απότομα, ότι καλύτερα θα έκαμνα να δω την επιμονή και την ευσυνειδησία με την οποία παρουσίαζε φιλοσοφήματα και αρχές με τις οποίες δεν συμφωνούσε.


Η αποδοχή των ιδεών του ήταν περιορισμένη, για να μην πω ανύπαρκτη. Μονήρης και κρατώντας από όλους αποστάσεις -σε όλη τη ζωή του έκανε μόνο δύο ή τρεις διαλέξεις, δεν ανήκε σε κανένα σωματείο ή λέσχη, δεν ήταν συνδρομητής σε καμιά εφημερίδα ή περιοδικό, δεν δημοσίευε αρθράκια, μα μόνο εκτενείς πραγματείες, για τις οποίες αφιέρωνε πολλά χρόνια, οπότε και χανόταν από το προσκήνιο- δεν είχε ιδιαίτερες συμπάθειες, και αρκετοί τον έβλεπαν με καχυποψία και ίσως εχθρικά. Κάποιοι λιγάκι επιπόλαιοι -κι αυτοί πλεονάζουν δυστυχώς- τον θεωρούσαν αναρχικό και αθεϊστή. Κανένας δεν συμφώνησε με την παράδοξη απόφανση ενός κομήτη της πνευματικής ζωής μας, πως αυτός ο μονήρης ποιητής-φιλόσοφος εξέφραζε καλύτερα απ’ όλους μας την ψυχή της Πόλης. Ώστε στη διάλεξη, για την οποία αποφάσισα να γράψω, ελάχιστοι ήταν οι ακροατές, κι από αυτούς πεντέξι ήταν παλιοί συμμαθητές και συγγενείς.


Το θέμα της διάλεξης ήταν «ο εναγώνιος στοχασμός». Μέσα σε μια κακοφωτισμένη παλιά σάλα -ίσως να ήταν κάποτε ταβέρνα- ανέπτυξε την άποψη πως η φιλοσοφία είναι ο θριγκός, το επιστέγασμα κάθε πνευματικής δραστηριότητας, και φυσικά και της καλλιτεχνικής. Ως «εναγώνιο στοχασμό» εννοούσε αυτόν που πηγάζει από βαθιά και γνήσια βιώματα, που συνταράσσει τόσο το μυαλό όσο και την ψυχή, που κινεί δηλαδή πολλές χορδές της ύπαρξης.


Μετά πέρασε στους Ίωνες φιλόσοφους. Και φυσικά επικεντρώθηκε στα θέματα που φαίνεται ότι τον απασχολούν αυτά τα χρόνια. Για τον Αναξίμανδρο, έκανε σχόλια πάνω στη φράση του ότι τα όντα δίνουν λόγο και πληρώνουν για την αδικία που έκαναν το ένα στο άλλο. Εξήγησε ότι ο Αναξίμανδρος εννοεί τα τέσσερα στοιχεία που απαρτίζουν τον κόσμο, το πυρ, το ύδωρ, τη γη και τον αέρα, στοιχεία που αντιμάχονται μεταξύ τους και προσπαθούν να επικρατήσουν το ένα σε βάρος του άλλου. Αλλά η επιλογή των όρων «αδικία», «δικαιοσύνη», «πληρωμή» παραπέμπει σε άλλους κύκλους ιδεών, όπως η ορφική διδασκαλία για την ένοχη ύπαρξη του ανθρώπου ή η τάση ν’ αμφισβητεί ο ένας στον άλλον το δικαίωμα της ζωής. Με αφορμή το τελευταίο ο Μαρμαρίδης μας μίλησε για την πολιτική κατάσταση στην αρχαία Ιωνία, που με την αγωνία ύπαρξης έμοιαζε τόσο με τη σημερινή.


Για τον Ηράκλειτο υπήρξε αντιφατικός. Και μίλησε λιγότερο για τη φιλοσοφία του και περισσότερο για την προσωπική του σχέση με τον φιλόσοφο αυτό. Στην απόδοση των όσων είπε με βοήθησε ευτυχώς η γνώση της στενογραφίας που είχα αποκτήσει, όταν ήμουν απλός υπάλληλος της επιχείρησης που τώρα διευθύνω. Θα ήταν πράγματι κρίμα, αν περιοριζόμουν σε μια σύντομη περίληψη, όπως έκανα ως τώρα.

«Όταν ρώτησαν τον Σωκράτη πώς του φάνηκε το βιβλίο του Ηράκλειτου, απάντησε πως όσα κατάλαβε τα βρήκε «γενναία», που πάει να πει στοχασμοί ευγενικού, τολμηρού και μεγαλόψυχου ανθρώπου. Υπέθετε ότι «γενναία» ήταν και όσα δεν κατάλαβε. Και πρόσθεσε ότι για να τα καταλάβεις, πρέπει να μπορείς να κάνεις βουτιές σε μεγάλα βάθη.


Μια θάλασσα λοιπόν βαθιά είναι ο Ηράκλειτος, μες στην οποία εμείς κάνουμε βουτιές, άλλοτε για να γνωρίσουμε, άλλοτε για να θαυμάσουμε τις ομορφιές που περικλείνει, και άλλοτε για να τραφούμε. Όποιος δεν αγαπάει τον κίνδυνο, δεν ξέρει τι θα πει ενθουσιασμός και δεν εκστασιάζεται μπρος στη μεγάλη ομορφιά, δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθεί με τον Ηράκλειτο.


Σήμερα σκέφτομαι να κάνω μια υπέρβαση της δεοντολογίας: Θα σας μιλήσω για τη σχέση μου με τον Ηράκλειτο. Το κάνω αυτό, γιατί μόνο έτσι μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί πραγματικά με ποιο τρόπο η φιλοσοφία μπορεί να είναι ζωντανή, να φωτίζει πραγματικά το μυαλό και να γονιμοποιεί τις καρδιές. Έχω πλέον βαρεθεί τους ερευνητές με την κατάξερη ψυχή, που συναγωνίζονται στο ποιος θα μιλήσει πιο «αντικειμενικά», δηλαδή πιο ψυχρά, ποιος θ’ αποκρύψει με επιτυχία τα συναισθήματά του -εδώ κάνουν πολύ καλά, γιατί συχνά δεν αγαπούν διόλου το θέμα τους- και ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη απόσταση, ώστε να φαίνεται πως κρίνει «επιστημονικά» και αφ’ υψηλού. Τα πέρασα κι εγώ αυτά. Τώρα που είμαι αρκετά μεγάλος -γέρος για τα παλιά δεδομένα- επιτρέπω στον εαυτό μου να μιλήσει με τον τρόπο που θα μιλούσε ένας έφηβος για την αγαπημένη του. Η σχέση πράγματι που επιβάλλει ο Ηράκλειτος είναι ερωτική. Ή καταπλήσσεσαι, τον αγαπάς βαθιά, και τότε ίσως ωφελείσαι, ή λες «ωραία και ενδιαφέροντα είναι αυτά που λέει» και προσπερνάς αδιάφορος.


Πρέπει να ήμουν αρκετά μικρός -παιδί σχεδόν- όταν πρωτάκουσα ή πρωτοδιά-βασα τη φράση «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Εκ των υστέρων σκέφτομαι πως πρέπει να χωρίσω τη ζωή μου στην περίοδο πριν το άκουσμα της φράσης αυτής και στην υπόλοιπη ζωή μου. Είναι από τις αποκαλυπτικές φράσεις που σε κάνουν ν’ αλλάξεις ζωή. Η φράση «τα πάντα ρει» με προβληματίζει και με βοηθάει να καταλάβω ένα μέρος της αλήθειας. Αλλά η φράση «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» με καταπλήσσει και με συναρπάζει ως μεταφορά και ως σκηνοθεσία. Η μία απευθύνεται στη νόησή μου, η άλλη απευθύνεται στη νόηση και στην ευαισθησία μου συγχρόνως. Συνδυάζει με τρόπο έξοχο την ποίηση και τη φιλοσοφία. Συγκινεί και κερδίζει περισσότερα μέρη της ψυχής.


Αργότερα διαπίστωσα ότι και άλλοι προσωκρατικοί, αλλά κι ο Πλάτωνας επίσης, εργάζονταν παρόμοια. Συχνά εξέφραζαν τη σκέψη τους με τρόπο καλλιτεχνικό. Πρόσεξα επίσης ότι κι ο Χριστός το ίδιο έκαμνε.


Ας σημειώσω ότι ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που απαίτησε τον χωρισμό της φιλοσοφίας από την ποίηση, λέγοντας ότι προτιμάει εκείνους που εκφράζονται «δια λόγων», δηλαδή με λογικά επιχειρήματα, και όχι «διά μύθων». Με τη λέξη «μύθοι» εννοούσε προφανώς τα ποιητικά και γενικότερα τα καλλιτεχνικά μέσα. Οι νεότεροι εφάρμοσαν κατά κόρον την υπόδειξη αυτή. Οι ποιητές ξέχασαν τον Πίνδαρο και τους τραγικούς, που συνδύαζαν έξοχα τον στοχασμό με την ποίηση, και έτσι φτώχυναν την ποίηση, ενώ οι φιλόσοφοι απέκλεισαν τα καλλιτεχνικά-ποιητικά στοιχεία, και η φιλοσοφία κατάντησε μια κατάξερη πεδιάδα, που την διασχίζουν πέντε ειδικοί.


Τον Ηράκλειτο τον διάβαζα απ’ τ’ αποσπάσματα που εξέδωσαν δυο γερμανοί φιλόλογοι. Για κάποια κείμενα είχα αμφιβολίες, πολλά όμως τα καταλάβαινα ή τα ’νιωθα από διαίσθηση. Βοήθησε και η γερμανική μετάφραση. Αφού τα διάβασα δυο-τρεις φορές, για να εξοικειωθώ, τ' αρχαία κείμενα άρχισαν πια να τραγουδούν και να πετάνε αστραπές. Ήτανε ένας λόγος σαν τον κεραυνό, «κεραύνιος» λόγος, που έβρισκε το μυαλό και την ψυχή μαζί, κι άναβε πυρκαγιές!
Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι.
Τα πάντα ρει...
Αυτά τα ήξερα. Αλλά εδώ διάβαζα ότι τον κόσμο αυτό, που είναι ίδιος για όλα τα όντα, δεν τον έπλασε κανένας θεός και κανένας άνθρωπος, αλλά ήταν πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που ανάβει σύμφωνα με κάποιο μέτρο και παρόμοια σβήνει.
Ότι τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά, και η φωτιά με τα πάντα, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.
Ότι ο ήλιος είναι καινούργιος κάθε μέρα (ίσως γιατί κι αυτός ακόμα μεταβάλλεται).
Ότι ο χρόνος, η αιωνιότητα είναι ένα παιδί, ένα παιδί που παίζει με αστράγαλους. Η βασιλεία των πάντων ανήκει σ’ ένα παιδί.
Ότι υπάρχει ένας νους καθολικός, αλλά οι περισσότεροι θνητοί έρχονται σε ρήξη μαζί του, και ζουν σα να ’χουν φρόνηση δική τους.
Ότι υπάρχει μια αρχή που κυβερνάει τα πάντα με τη βοήθεια των πάντων.
Εκεί έβλεπα πως στα πράγματα υπάρχει μια αρμονία φανερή και μια κρυμμένη, που είναι πιο καλή από την φανερή. Ότι τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά κι από τ’ αντίθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία.
Ότι ο πόλεμος είναι καθολικό φαινόμενο και ότι η δικαιοσύνη είναι πάλη, κι ότι τα πάντα γίνονται με την πάλη και με τρόπο αναγκαίο.
Εδώ, πως όλα για το θεό είναι καλά και δίκαια, ενώ οι άνθρωποι άλλα τα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια.
Εδώ, ο ήλιος δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα καθορισμένα μέτρα. Ειδάλλως θα τον κυνηγήσουν οι Ερινύες, οι βοηθοί της Δικαιοσύνης.
Ότι οι νόμοι οι ανθρώπινοι τρέφονται από τον θεϊκό νόμο.
Και πώς θα μπορούσε κανείς κρυφτεί μπροστά στο νοητό φως, που δεν δύει ποτέ;
Αλλού μιλούσε γι' αλλαγές των καταστάσεων, αιώνιες αλλαγές, που υπακούν σε κάποιους νόμους: Το ζεστό κρυώνει, το κρύο ζεσταίνεται...
Και ξαφνικά το χτύπημα: Τα πάντα τα κυβερνάει ο κεραυνός!
Στο τέλος θα ’ρθει η φωτιά, θα ξεχωρίσει τα πάντα και θα τα κυριέψει!
Τη μια ήμουν αναστατωμένος, την άλλη αποσβολωμένος. Άλλες στιγμές έκαμνα σαν τρελός. Σα να ’τανε δικά του τα πράγματα αυτά, να είχανε σταλεί σ' εμένα ειδικά, αλλά δεν τ' άντεχα όλα μαζί. Δεν άντεχα απ' τη χαρά μου, χοροπηδούσε η καρδιά μου, πηδούσα δεξιά κι αριστερά.
Τι πράγματα καθάρια! Ήλιοι, φωτιά, ποτάμια, νους καθολικός και αρμονία, κρυφή και φανερή. Και κάποιοι νόμοι που σαν τη μητέρα τρέφουν τους άλλους, τους αν-θρώπινους!
Κι αν η ψυχή σου γίνει σαν φωτιά, ενώνεται με την συμπαντική ψυχή και ζει σύμ-φωνα με το αιώνιο πλάνο. Αλλιώς μένει υγρή και άσοφη και κοιμισμένη, φαντάζεται πως ζει σε κάποιο δικό της κόσμο, μακριά από την αρμονία την συμπαντική.
Τα πάντα είναι ένα!


Είναι αδύνατο να μείνεις απαθής, υγρός και άσοφος μπρος στη γιγάντια φωτιά που άναψε και καίει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια! Και να σκεφτείς ότι τον είπαν «σκοτεινό»! Μα χρειάζεται να «καταλάβεις» τις αστραπές και τη φωτιά;


Αλλά οι σχέσεις σου με κάποιον που αγαπάς πολύ περνούν καμιά φορά δοκιμα-σίες. Καταλαβαίνω τι εννοεί, όταν με λέει ότι ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ότι άλλους τους κάνει ελεύθερους και άλλους δούλους. Το κύριο χαρακτηριστικό της ίδιας της ζωής είναι η αλληλοκαταβρόχθιση, που είναι και αυτό μία μορφή «πολέμου». Ακόμα και στον ίδιο τον οργανισμό μας τα πάντα «πολεμούν», «αφομοιώνουν» κι εξοντώνουν. Παντού γίνεται πόλεμος για επιβίωση ή επικράτηση. Αυτή φαίνεται να είναι η μοίρα μας... Αλλά αυτοί που έζησαν τον παγκόσμιο πόλεμο και την εξόντωση των Αρμενίων και των Πόντιων αισθάνονται μια μύχια αηδία για την αρχή αυτή του καθολικού πολέμου, κι αγανακτούν μ’ όσους τη δέχονται παθητικά. Πέρασα έτσι κάποια χρόνια μισώντας τον Ηράκλειτο, και βρήκα μια μακάβρια ευχαρίστηση στο να διαστρέφω τα λεγόμενά του, γιατί σκεφτόταν ότι ο σοφός αυτός με είχε κατά κάποιο τρόπο ξεγελάσει. Ο κόσμος που ανακάλυψα μοναχός μου γεννούσε μέσα μου αλλιώτικες ιδέες:

«Εδώ πραγματικά βρίσκεις πολλούς αστραγάλους», έλεγε ο Χρόνος, το σκληρό βασιλοπαίδι, τ' αδιάφορο, που παίζει με τα κότσια ανάμεσα στα πτώματα.
Ο πόλεμος είναι καθολικός, η Δίκη δολοφόνος. Τα πάντα γίνονται με σκοτωμό και θάνατο, με τάξη αναγκαστική.
Τα πάντα αλλάζονται με θάνατο κι ο θάνατος με τα πάντα, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.
Για τους θεούς και για τους νικητές τα πάντα είναι ωραία κι αγαθά και δίκαια, ενώ οι δούλοι και οι νικημένοι άλλα τα θεωρούνε δίκαια και άλλα άδικα. Έχουν δα γνώση οι θεοί, γι' αυτό και μας αποκαλούν και νήπιους και πίθηκους.
Η θάλασσα για τα ψάρια είναι νερό πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους άποτο κι ολέθριο. Το έγκλημα για τους θύτες είναι σωτήριο. Τα θύματα το θεωρούν κι αφύσικο κι ολέθριο.
Πρέπει να το χωνέψεις: Το πεθαμένο και το ζωντανό, η σύφιλη κι η γρίπη, η συγκοπή και το μαχαίρωμα, ο θύτης και το θύμα είναι ίδια.
Είτε τον κάτω δρόμο πάρεις είτε τον επάνω, εκείνοι τα κανόνισαν να βγεις στον βόρβορο. Αν πας να ξεστρατίσεις από την πορεία, τριγύρω σου γαβγίζουν τα σκυλιά. Μάθε να χαίρεσαι στο βόρβορο!
Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα του εγκλήματος, όπως ο ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα καθορισμένα μέτρα. Ειδάλλως θα σε κυνηγήσουν οι Ερινύες, οι βοηθοί της δολοφόνου Δίκης.
Για τους ξύπνιους ο κόσμος είναι ένας και κοινός, ενώ ο καθένας απ' τους κοιμισμένους στρέφεται στον δικό του κόσμο: Θαρρεί πως είναι αθώος!
Τα πτώματα και τις κοπριές να τα πετάς μακριά και να τα κρύβεις, όπως η φύση κρύβει τον εαυτό της και τα πτώματά της!»

Περνούν τα χρόνια, γέρασα σχεδόν, και ο Ηράκλειτος πάντα είναι στη σκέψη μου. Το τελευταίο μου γραφτό γι’ αυτόν είναι ένα ποίημα, που δείχνει την επιθυμία μου, αλλά και την αδυναμία μου να δω πλέον τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Η σύγχρονη συνείδηση, και εννοώ τις συνειδήσεις αυτών που δεν αφήνουν απέξω ό,τι διαταράσσει την ησυχία τους, είναι τραγικά διχασμένη:

Πού η ζωή και πού η απουσία;
Πού η φυλακή και πού ο έγκλειστος;
Πού ο θύτης πού το θύμα;

Γιε του νερού και της φωτιάς
που σ’ οδηγεί ο κεραυνός,
πάρε τη λύρα και πυρπόλησέ μας
εμάς που πιθηκίζουμε τον άνθρωπο.
Δείξε κι ονόμασε ξανά τα πράγματα.
Γιατί μόνον εσύ μπορείς
να διώξεις την ολέθρια στάχτη
που συσσωρεύτηκε στα μάτια μας,
εσύ ο αινιγματικός
ο πάναγνος και λυπημένος
που τις φτερούγες σου τις πλήγωσαν
ανίδεοι και παιδιά,
Κύριε της θλίψης και της λύτρωσης,
βόηθα κι εμάς τους βυθισμένους
τους ξεκομμένους από τα μεγάλα σχέδια,
εμάς που απ’ έξω το νερό μας πνίγει
ενώ τα σπλάχνα μας τα κατακαίει
θανάσιμη φωτιά»

Εδώ τελειώνει η διάλεξη, που εμένα μ’ άφησε άναυδο και τους άλλους παραξενεμένους ή μπερδεμένους. Αυτό κατάλαβα από τις αντιδράσεις τους. Οι συγγενείς βεβαίως κι οι συμμαθητές, που ήρθαν από χρέος, δεν είχαν καταλάβει τίποτε και έ-φυγαν αμέσως.


Στο δρόμο της επιστροφής βρεθήκαμε να βαδίζουμε τρεις άνθρωποι, εγώ, ο Μαρμαρίδης, και ο Νίκος Νικολαΐδης, που η παρουσία του στη διάλεξη με είχε πα-ραξενέψει λίγο. Δεν ήταν απ’ αυτούς που τρέχουνε στις διαλέξεις, μα προπαντός γιατί το δύστυχο τετράχρονο παιδί του είχε λίγους μήνες ζωής, σύμφωνα με τους γιατρούς. Ίσως τον τράβηξε το θέμα της διάλεξης «εναγώνιος στοχασμός».


Βαδίζαμε αμίλητοι. Καθώς περνούσαμε σε μικρή απόσταση από το σπίτι του Νι-κολαΐδη, μας πρότεινε να δούμε το μονάκριβο παιδί του, έστω για μια στιγμή. Αρνηθήκαμε φυσικά, με το πρόσχημα ότι ήταν αργά και ότι δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, ούτε εμείς ούτε το σπίτι. Όταν όμως επέμενε, δεν ήταν εύκολο να αρνηθούμε, γιατί καταλαβαίναμε πως ήτανε σημαντικό γι’ αυτόν να μας φέρει σ’ επαφή με τον πόνο του.
-Μόνο για λίγο, ε;
-Δεν θα μπούμε καν στο δωμάτιό του. Θα δείτε από μακριά το αγγελούδι μου.


Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα της εισόδου. Στη σάλα που βρεθήκαμε, μια γυναίκα έσπευσε να τον συναντήσει. Της μίλησε χαμηλόφωνα κι εκείνη απομακρύνθηκε. Μετά αυτός μισάνοιξε με προσοχή μια πόρτα, έριξε μέσα μια ματιά και μας ένευσε να πλησιάσουμε. Πήγαμε προς την πόρτα πατώντας όσο πιο ελαφρά μπορούσαμε. Μες στο δωμάτιο έκαιγε χαμηλά μια λάμπα. Δεν είδαμε καν τι χρώμα είχαν οι τοίχοι, γιατί το βλέμμα αμέσως επικεντρωνόταν στο κεφαλάκι του παιδιού, που κάπως φω-τιζόταν ή είχε ένα δικό του φως. Το προσωπάκι του δεν ήταν συσπασμένο, μα ήταν σοβαρό, όσο το επέτρεπε η ηλικία του. Κοίταζε το ταβάνι. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι ο θάνατος είχε εγκατασταθεί εδώ. Έκανα μία κίνηση απόγνωσης κι απομακρύνθηκα, γιατί δεν άντεχα στον πόνο. Κουρελιαζόμουν γρήγορα. Πώς τάχα να ’νιωθε ο πατέρας και πώς το άντεχε αυτό;


Στο δρόμο μας συνόδευσε για λίγο ο Νικολαΐδης. Αμίλητοι και βυθισμένοι ο καθέ-νας στις δικές του σκέψεις καθίσαμε στον πάγκο ενός πάρκου, που ήταν έρημο εκείνη τη στιγμή. Τα φυλλαράκια έπεφταν επάνω μας. Ακούσαμε ένα νυχτοπούλι. Κάποιο σκυλάκι ήρθε στα ποδάρια μας. Σαν είδε πως δεν το προσέξαμε, πήρε να κάνει γύρους.


-Αγαπητέ φιλόσοφε, είπε σε μια στιγμή ο Νικολαΐδης. Εσείς οι ιδεαλιστές εξωραΐ-ζετε και κουκουλώνεται το κακό, ώστε να απαλλάξετε τον Δημιουργό απ’ την συνενοχή ή την υπαιτιότητα για το κακό στον κόσμο (Δεν ήξερε ότι ο Μαρμαρίδης δεν ή-ταν ιδεαλιστής, και ούτε πρόσεξε ή δεν κατάλαβε αυτά που έλεγε για τον Ηράκλειτο). Και τι να πω εγώ που το τετράχρονο παιδί μου υποφέρει άδικα και θα πεθάνει σύντομα; Βρε αδερφέ, με πνίγει τόση αδικία! Με λέει ο παπάς της ενορίας ότι εκείνος που έδωσε εκείνος και παίρνει πίσω, και πως το παιδί μου θα βρεθεί μαζί με τ’ αγγελούδια. Μα ρώτα κι εμένα με τον βαθύ καημό μου! Λέω σαρκαστικά, θα έχουνε συσσωρευτεί δισεκατομμύρια αγγελούδια και πια δεν θα χωράνε στον παράδεισο! Και τι σημαίνει αυτό το «δίνω-παίρνω», εφόσον προκαλεί τόσο μεγάλο πόνο; Δεν είναι μοχθηρία; Αλλά κι εγώ και ο παπάς σκεφτόμαστε σαν άνθρωποι και μόνον υποθέσεις κάνουμε, για να παρηγορηθούμε. Πες μου λοιπόν εσύ που έψαξες τα μέγιστα και τις υπέρτατες αρχές, είμαστε ένοχοι εμείς για ότι μας συμβαίνει ή μήπως ο Δημιουργός που έκανε τα πράγματα έτσι; Γιατί καμιά φορά μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι μπορούσε και καλύτερα…


-Φίλε Νικολαΐδη, είπε ο Μαρμαρίδης, ρωτάς κάποιον που χρόνια βασανίζεται με τις δικές σου απορίες και που δεν βρήκε και μάλλον δεν πρόκειται να βρει απάντηση… Εγώ δεν κάνω όπως μερικοί συνάδελφοι, που όταν μιλούν για τα μεγάλα θέμα-τα, αφαιρούν το αίμα, τη ραχοκοκαλιά, τους πνεύμονες και τα εντόσθια, γίνονται τόσο αφηρημένοι, απόμακροι κι αόριστοι, που καταντούν απάνθρωποι. Και πρώτα ας διευκρινίσω ότι δεν είμαι ιδεαλιστής, αφού δεν είμαι πρόθυμος να δεχτώ τον πλατωνικό κόσμο των ιδεών. Ήδη ο Αριστοτέλης τον απέρριπτε, με την αιτιολογία ότι διπλασιάζοντας τα όντα και τον κόσμο δεν λύνουμε κανένα πρόβλημα, αλλά αντίθετα δημιουργούμε νέα. Ίσως σκεφτόταν επιπλέον πως αν υπάρχει η ιδέα της δικαιοσύνης, θα πρέπει να υπάρχει και η ιδέα της αδικίας, αφού κι αυτή υπάρχει. Πως αν υπάρχει η ιδέα της φιλίας, της αρετής κτλ. θα πρέπει να υπάρχουν και τ’ αντίθετά τους και φυσικά πρωτίστως η ιδέα του κακού, οπότε αυτός ο κόσμος των ιδεών δεν είναι διόλου θαυμαστός, είναι μάλλον τρισάθλια φτιαγμένος και αυτοαναιρείται.


Το παιχνίδι στο οποίο μετέχω αναγκαστικά δεν είναι ασφαλώς το πιο καλά επινοημένο. Οι όροι του οδηγούν αναπόφευκτα στη συντριβή μου. Εάν δεχτώ πως κάποιος έβαλε αυτούς τους όρους, τότε αυτός ο κάποιος -είτε Θεό τον πω είτε Δημι-ουργό- είτε δεν παίρνει σοβαρά τη ζωή, όπως την παίρνουμε εμείς, ή δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική, πάντα όπως μπορεί να την αντιληφθεί ο άνθρωπος. Γιατί με σκέψεις εντελώς εξωανθρώπινες τα πάντα δικαιολογούνται.


Με φαίνεται πως κάποια πράγματα κονιορτοποιούν την άποψη πως ο Δημιουργός -πάντοτε αν υπάρχει- είναι αγαθός. Με συγκλονίζει προπαντός το γεγονός πως η ζωή στηρίζεται στην καταβρόχθιση άλλων ζωών, πως είναι ριζικά ένα φαινόμενο αλληλοσπαραγμού. Ακόμα και μέσα στο ίδιο μου το σώμα εκατομμύρια «στρατιώτες» εξοντώνουν εκατομμύρια εισβολείς, που όμως δεν μπορούν αλλιώς να ζήσουν… Αφήνω κατά μέρος τις μωρές απόψεις πως ο θεός έπλασε τα διάφορα όντα μόνο για να τα τρώμε. Γιατί λοιπόν αυτός ο αλληλοσπαραγμός των όντων; Ποιος προγραμμάτισε αυτήν την τρέλα; Ως παντοδύναμος, μπορούσε λ.χ. να κάνει να τρεφόμαστε με φως, που αφθονεί στο σύμπαν.


Ο θάνατος, αν και αυτός προβλέφτηκε και σχεδιάστηκε, είναι η απόλυτη αδικία, το μεγαλύτερο έγκλημα και η απόλυτη αναλγησία. «Σου δίνω, κι έπειτα στο στερώ»! Είναι ο απόλυτος φεουδάρχης που χαρίζει και τελικά, ζηλότυπα και μοχθηρά, στερεί. Ως ισχυρό αντίδοτο, επινοήσαμε την αθανασία της ψυχής, που ήταν και παρέμεινε μια υπόθεση. Μάλιστα κάποιοι σκέφτονται ότι θα κάτσουμε δίπλα στον φεουδάρχη, εμείς, και όχι οι άλλοι, οι κακοί, σκέψεις απόλυτα εγωιστικές, μικρόχαρες κι ανθρωπομορφικές.

Απ’ τους θανάτους, ο πιο φριχτά παράλογος και εγκληματικός είναι ο θάνατος των παιδιών. Εδώ αμέσως καταργείται κάθε ιδέα ενοχής -μια βάναυση ιδέα, ακόμα και για τους μεγάλους- και μένει η απόλυτη αναλγησία. Πες με, αν θες, αθεϊστή, αλλά είμαι άνθρωπος και σκέφτομαι ανθρώπινα. Αν ήμουν άγγελος, ίσως σκεφτόμουνα αλλιώτικα, αν και γι’ αυτό αμφιβάλλω…


Η υποτιθέμενη πρόνοια δεν συμβιβάζεται βέβαια με την αταξία και την τυχαιότητα, που φαίνεται να βασιλεύει στο σύμπαν, και που συνήθως την θεωρούμε επιφανειακή, ενώ είναι ο βασικός παράγων δημιουργίας. Εκατομμύρια σύμπαντα δημιουργούνται, κινούνται εδώ κι εκεί όπως ο άνεμος, συγκρούονται, γεράζουν, καταστρέφονται στην τύχη. Κάποιο τυχαίο σπερματοζωάριο, ανάμεσα στο δισεκατομμύρια θα καθορίσει αν θα γεννηθώ εγώ και τι χαρακτηριστικά θα έχω…


Αλλά το πιο αδιανόητο απ’ όλα, είναι γιατί καθόρισε υπεροχές, ανωτερότητες, κα-τωτερότητες, δεύτερα υλικά και πρώτα, παλιό και νέο, αυθεντικό και νόθο, ακμή και παρακμή, που είναι από τις κύριες πηγές του εγκόσμιου κακού. Υπεροχές επικαλούνται, διαστρέφοντας, αυτοί που επιζητούν την εξουσία. Ο ίδιος μάλιστα Δημιουργός μας προίκισε με το ένστικτο της θέλησης για δύναμη, της δίψας για εξουσία. Μπορούσε δα εύκολα να προβλέψει πού θα κατέληγαν αναγκαστικά αυτά τα αγελαία και κτηνώδη ένστικτα.


Μπροστά σε τέτοια γεγονότα και άλλα παραπλήσια ο άνθρωπος ανοιγοκλείνει τα μάτια του κατάπληκτος και αποσβολωμένος. Μόλις συνέλθει λίγο, επιχειρεί δεκάδες εξηγήσεις, που ποικίλουν κατά καιρούς, και που επικρατούν ανάλογα με την επιμονή και τον φανατισμό αυτών που τις υποστηρίζουν. Ο Πλάτων λ.χ. υπέθεσε έναν αγαθό Δημιουργό, που έβαλε στο σύμπαν τάξη. Μα ο Δημιουργός αυτός για την κατασκευή του κόσμου χρησιμοποίησε προϋπάρχουσα ύλη, που δεν την δημιούργησε ο ίδιος. Αυτή η ύλη, λέει, έχει την τάση να επανέρχεται με τον καιρό στην αρχική της αταξία. Μ’ αυτήν την επινόηση, ο Δημιουργός είναι ανεύθυνος για το κακό, που θεωρείται αταξία. Μετά οι χριστιανοί -όχι βέβαια ο Χριστός-, για να μην μείνει τίποτε έξω απ’ τον Δημιουργό, σκέφτηκαν ότι ο Θεός γέννησε και την άμορφη ύλη, χωρίς να τους απασχολεί το πώς ο «αγαθός» Δημιουργός ήταν σε θέση να γεννήσει κατώτερα υλικά. Έτσι όμως του φόρτωσαν και το κακό στον κόσμο, οπότε χρειάστηκε να επινοή-σουν καινούργιες δικαιολογίες, για να τον απαλλάξουν απ’ αυτό που του φορτώσανε οι ίδιοι. Άλλοι πάλι υπέθεσαν ότι υπάρχουν δυο θεοί, ένας κακός και ένας αγαθός, και ότι ο παρών κόσμος είναι δημιούργημα του κακού θεού, ιδέα βέβαια πολύ προ-κλητική, αν ο «κακός θεός» δεν ήταν μια ανοησία ανθρωπομορφική… Μα ο κατάλογος των αυτόκλητων δικηγόρων του Δημιουργού δεν τελειώνει εδώ. Το μόνο βέβαιο είναι το γεγονός του εγκόσμιου κακού, αυτός ο απέραντος μαύρος τοίχος, επάνω στον οποίο συντρίβονται όλες οι προσπάθειές μας να καταλάβουμε.


Από τους στοχασμούς μας μάς συνέφερε ένας μεγάλος σκύλος που επιτέθηκε γαβγίζοντας μ’ ορμή στο σκυλάκι, που στριφογύριζε ακόμα στα πόδια μας. Το σκυλάκι έπεσε έντρομο ανάσκελα εκλιπαρώντας έλεος. Το μεγαλόσωμο σκυλί το κοίταξε με αγριότητα, το κατούρησε και έφυγε αργά με περιφρόνηση. Αλήθεια πόσοι άνθρωποι θα έφευγαν δίχως να κατασπαράξουν τον πεσμένο;

Την ώρα που γιος του φίλου μας Νικολαΐδη άφηνε την τελευταία του πνοή, στις εκκλησίες της Πόλης έψαλλαν το «δόξα εν υψίστοις», ενώ οι Τούρκοι εξόντωναν οριστικά ακόμα έναν λαό της Μικράς Ασίας. «Για τον θεό όλα είναι καλά και δίκαια, ενώ οι άνθρωποι άλλα τα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια».

Τάσος Φάλκος, Τουρκές η νύχτα, εκδ. Ζήτρος 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου